Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και Μωάμεθ ο Πορθητής. Δυό άνδρες που μας δείχνουν μέχρι σήμερα την διαχρονική πολιτιστική διαφορά Ελλήνων και Τούρκων.


Σήμερα πολλά αφιερώματα θα γίνουν κι όλοι μας θα ξαναζήσουμε λεπτό προς λεπτό την τραγική για το Γένος μας Αλωση της Πόλης. Οι Τούρκοι θα γιορτάσουν με παρελάσεις κι εμείς θα μείνουμε να αναπολούμε τα μεγαλεία του παρελθόντος ελπίζωντας να βγούν αληθινά τα προφητικά λόγια "Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θά 'ναι".

Αντί λοιπόν ένος αφιερώματος όπως τα υπόλοιπα, αποφάσισα να σας παραθέσω αποσπάσματα από τους δύο τελευταίους λόγους που εκφώνησαν πριν την τελική μάχη ο αυτοκράτοράς μας Κωνσταντίνος και ο Τούρκος Μωάμεθ ο Πορθητής. Δυό λόγοι που δείχνουν την ψυχική, πολιτιστική και εθνολογική διαφορά των δύο ανδρών που υπάρχει μέχρι σήμερα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Δείτε τα ηρωικά και εμψυχωτικά λόγια του Ελληνα αυτοκράτορα προς τους συμπολεμιστές του, ενός αυτοκράτορα που ετοιμάζεται σαν απλός στρατιώτης να μπεί στην πρώτη γραμμή του αγώνα και να δώσει την ζωή του για την Πόλη του, κι ενός Τούρκου Σουλτάνου που καθισμένος αναπαυτικά στην σκηνή του θα παρακολουθήσει τα βαρβαρικά στίφη του να προσπαθούν να καταλάβουν και να λεηλατήσουν την Βασιλεύουσα των Ελλήνων. Ενας Σουλτάνος που σαν γνήσιος ισλαμιστής βλέπει μόνο το αίμα των εχθρών του και τα κάλλη της Πόλης που θέλει να καταστρέψει.

Τα αποσπάσματα είναι από το Χρονικό του Γεωργίου Σφραντζή, Ελληνα αξιωματούχου που έζησε σαν αυτόπτης μάρτυρας δίπλα στον Κωνσταντίνο όλη την ιστορία της Αλωσης.


Ο τελευταίος λόγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (απόσπασμα)


«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων. Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους.

Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του. Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας.

Ο αλιτήριος αυτός αμιράς έχει πενήντα εφτά ημέρες αφότου ήρθε, και μας πολιορκεί και μας πολεμάει νυχθημερόν, με κάθε τέχνασμα και με όλη του την ισχύ. Χάρη στον παντεπόπτη Χριστό και Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακήν κακώς πολλές φορές ως τώρα από τα τείχη. Μη δειλιάσετε και τώρα, αδερφοί, επειδή το τείχος έπεσε σε μερικά μέρη από τα βλήματα και τις εκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, όπως και εσείς βλέπετε, όπως μπορούσαμε το διορθώσαμε. Εμείς κάθε ελπίδα μας τη στηρίζουμε στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Αυτοί έχουν πλήθος όπλα και στρατό και ιππικό, αλλά εμείς έχουμε πίστη στο όνομα του Κυρίου και σωτήρα και, δεύτερον, στα χέρια μας και τη δύναμή μας, που μας χάρισε η θεία πρόνοια. Ξέρω ότι αυτό το αναρίθμητο μπουλούκι των εχθρών, καθώς είναι η συνήθειά τους, θα βαδίσει εναντίον μας με βαναυσότητα και με έπαρση, με πολύ θράσος και βία, για να μας συνθλίψουν, λόγω του ολιγάριθμου της παράταξής μας, και να μας καταπονήσουν με την κούραση, και με φωνές πολλές και ισχυρές να μας φοβίσουν. Τις φλυαρίες τους αυτές τις ξέρετε καλά και δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτές. Και σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα αυτά, και θα πετάξουν πάνω μας σαν άμμο της θάλασσας αναρίθμητες πέτρες, βέλη και βλήματα. Ελπίζω να μη μας βλάψουν με αυτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολύ και τρέφω τη σκέψη μου με ελπίδες σαν κι αυτή, δηλαδή πως, αν και είμαστε λίγοι, είμαστε ωστόσο πολύ επιδέξιοι, επιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ικανοί για μεγάλα έργα, και καλά προπαρασκευασμένοι. Με τις ασπίδες σας καλύπτετε καλά τα κεφάλια σας στις συμπλοκές και τις συρράξεις. Το δεξί σας χέρι, που κρατάει τη ρομφαία, να είναι πάντοτε μακρύ. Οι περικεφαλαίες σας, οι θώρακες και η σιδερέ νια πανοπλία σας είναι πολύ ικανά, όπως και τα άλλα σας όπλα, και στη συμπλοκή θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Οι αντίπαλοι ούτε έχουν τέτοια ούτε γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν. Εσείς είσαστε, επίσης, προστατευμένοι πίσω από τα τείχη, και οι απροστάτευτοι δύσκολα προχωρούν. Γι’ αυτό γίνετε μαχητές έτοιμοι, ισχυροί και μεγαλόψυχοι, για όνομα του Θεού.

.....................................

Ήρθε λοιπόν, αδερφοί, και μας απέκλεισε, και κάθε μέρα έχει ανοιχτό το αχανές στόμα του για να βρει ευκαιρία να μας καταπιεί, εμάς και την Πόλη που έκτισε ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, και την αφιέρωσε στην πάναγνη και αειπάρθενη δέσποινά μας, τη Θεοτόκο· και τη χάρισε σ’ εκείνη, ώστε να είναι Κυρία της Πόλεως, αλλά και σύμμαχός της και σκέπη της πατρίδας μας και καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, το καύχημα όλων που ζουν κάτω από τον ήλιο. Και αυτός ο ασεβέστατος την άλλοτε περιφανή και ζωηρή σαν ρόδο του αγρού Πόλη θέλει να την υπαγάγει υπό την εξουσία του.

.............................
Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε: «Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο». Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα λέγοντας: «θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας». Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος πολλές δωρεές, τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. Θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».


Ακολουθεί απόσπασμα του τελευταίου λόγου του Μωάμεθ του Πορθητή.

«Ω αγαπητά μου παιδιά, από το Θεό, τον προφήτη του Μωάμεθ και εμένα τον ίδιο το δούλο του, σας παρακαλώ και σας ικετεύω να κάνετε αύριο έργο αξιομνημόνευτο, όπως και οι πριν από μας παντού ως τα τώρα έκαναν, όπως είναι φανερό, και με προθυμία, γενναιότητα και μεγαλοψυχία να περάσετε σαν φτερωτοί με τις σκάλες πάνω από το τείχος. Και τη φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας και τους χάρισε ο Θεός μη γίνετε αφορμή εσείς να τη χάσουμε· αντίθετα, πλησίασε η ώρα να την αυξήσουμε κατά πολύ». Τους είπε και πολλά άλλα λόγια στρατιωτικού περιεχομένου, και τους φούντωσε το φρόνημα για να δράσουν γενναία.


Και κατέληξε: «Αν μερικοί από σας σκοτωθούν, όπως είναι φυσικό στους πολέμους, και γραφτό της μοίρας του καθενός, ξέρετε πολύ καλά τι λέει ο προφήτης μας στο Κοράνι: εκείνος που θα πεθάνει υπό τέτοιες συνθήκες θα δειπνήσει και θα πιει στον παράδεισο, ολόσωμος μαζί με το Μωάμεθ· και με παιδιά και με ωραίες γυναίκες και παρθένες θα αναπαυτεί σε τόπο χλοερό και αρωματισμένο από λουλούδια, θα λουστεί σε ωραιότατο λουτρό και θα έχει τα πάντα από το Θεό σε εκείνο τον τόπο. Και πάλι, σ’ αυτή τη ζωή, όλος ο στρατός και οι άρχοντες της αυλής μου, αν νικήσουμε, ο μισθός που θα έχουν από μένα κατ’ αναλογία θα είναι διπλάσιος για τον καθέναν απ’ όσα έχουν τώρα· αυτός θ’ αρχίζει από σήμερα και θα καταβάλλεται ως το τέλος της ζωής τους. Για τρεις ημέρες η Πόλη θα είναι δική σας. Ό,τι κι αν αρπάξετε ή βρείτε, χρυσό ή ασημένιο σκεύος και ρούχα, αιχμαλώτους —άντρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους— κανείς δε θα μπορεί να σας τα ζητήσει ή να σας ενοχλήσει στο ελάχιστο». Αφού τελείωσε το λόγο του, τους όρκισε να διαφυλάξουν όσα τους διέταξε. Αυτοί χάρηκαν πολύ ακούγοντάς τα, και με μια φωνή αλάλαξαν όλοι στη γλώσσα τους: «Αλλάχ, Αλλάχ Μεεμέτ ρεσούλ Αλλάχ!» που σημαίνει «ο Θεός των Θεών, και ο Μωάμεθ ο Προφήτης του».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου